πτηνοτροφείο(ν)

πτηνοτροφείο(ν)
το птицеводческая ферма, птицеферма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πτηνοτροφείο(ν)" в других словарях:

  • πτηνοτροφείο — το, Ν εγκατάσταση, όπου γίνεται μεθοδική εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. πτηνοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • πτηνοτροφείο — το τόπος και εγκαταστάσεις όπου τρέφονται πτηνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορνιθοβοσκείον — ὀρνιθοβοσκεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται πτηνά, πτηνοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + βοσκεῖον (< βοσκός)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκομείο — το (ΑΜ ὀρνιθοκομεῑον) [ορνιθοκόμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνεται, συστηματική εκτροφή πουλερικών, πτηνοτροφείο μσν. αρχ. τόπος όπου εκτρέφονται και διατηρούνται πτηνά …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτροφείο — το (Α ὀρνιθοτροφεῑον) [ορνιθοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες|| νεοελλ. χώρος ή κτήριο το οποίο προορίζεται για την εγκατάσταση και την εκτροφή πουλερικών σε μεγάλη κλίμακα, πτηνοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • τοκαδεία — ἡ, Α [τοκάς, άδος] αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»